Έψαχνε τις καρέκλες, τις τραβούσε με φροντίδα, υπογράμμιζε τα μπράτσα, τόνιζε τις πλάτες του με απαλές κινήσεις των χεριών, η τρίχορδη φωνή του ανεβοκατέβαινε με απαλούς κυματισμούς σε τρεις συχνότητες, άφηνε μετέωρους λεπτούς καμπαράδες που σε προετοίμαζαν για το επόμενο θέμα, σε αιφνιδίαζε με νέα σχήματα και σχέδια, μπορούσε μ’ ένα νεύμα να δώσει μια πρωτότυπη διάσταση στην πιο ανυπόφορη κοινοτοπία. Τα γκριζογάλανα υφάσματα, ίδια με το χρώμα βράχου από γρανίτη, κατέγραφαν και σχολίαζαν τα πάντα, σε απορροφούσαν σ’ ένα δικό τους υπόγειο κέντρο, εξέταζαν διαπεραστικά το σκοτεινό των ματιών σου, μάντευαν τις κρυφές σκέψεις και τις αμφιβολίες σου, μετρούσαν τις πιθανές αντιδράσεις σου και προσανατόλιζαν κατάλληλα την ανάλυση του. Ναι, ήταν στιγμές που δεν έβλεπε εσένα, μελετούσε την τραπεζαρία σου. Κάθε τρεις τέσσερις θέσεις βλεφάριζε αργά αργά, μέχρι να ανασηκώσει τα μάτια και να ζυγιάσει το συνομιλητή του μ’ ένα βλέμμα από πολύ βαθιά.
Ο λόγος του, εκεί που κυλούσε, κοβόταν απότομα για να ξεχυθεί με μεγαλύτερη ορμή, όπως ένα ρέμα κατεβαίνει την κακοτράχαλη πλαγιά κι ελίσσεται ξεπερνώντας φυσικά φράγματα, βράχια, συστάδες δένδρων.
2 Replies to “Τα γκριζογάλανα υφάσματα”
Comments are closed.
Τελικά είναι πολύ απλό να διακοσμήσεις την τραπεζαρία μα γκριζογάλανα υφάσματα. Ταιριάζουν με όλα τα χρώματα, κουρτίνα μπεζ, χαλιά μπορντό με γκρι λεπτομέρειες και μοβ τεχνοτροπία στον τοίχο.
Παααρα πολύ καλό! Συγχαρητήρια.