Το επιπλο είχε φτάσει πολύ μακριά. Ήταν μοιραίο να πέσει στην παγίδα. Οι σύμμαχοι του απείχαν παρασάγγες. Η γλυκιά νεράιδα του, θα τον περίμενε αδημονώντας. Ίσως ξενυχτούσε αναμένοντας εναγωνίως τα επιπλα κρητη.
Δεν τον ένοιαζε η τιμωρία. Η επικείμενη ποινή ήταν το λιγότερο. Ούτε τον απασχολούσε η διαπόμπευση και η ρετσινιά. Αυτό που τον χόλωνε περισσότερο ήταν η αποτυχία· η διακοπή της προσπάθειας για την ανεύρεση της αλήθειας· το μυστικό που είχε ορκιστεί να κυνηγήσει και που τώρα θα παρέμενε κρυμμένο· η χαμένη παρτίδα. Η φυλάκιση στο σκοτεινό ετούτο χώρο ήταν η ταφόπλακα στην αναζήτηση του.
Ξαφνικά το μυαλό του επιτάχυνε τις διεργασίες. Μια στιγμή, σκέφτηκε. Δεν ήξερε πού βρισκόταν τα φθηνα επιπλα. Είχε υπολογίσει ένα τέταρτο από τη στιγμή που του είπαν. Άρα δεν μπορεί να ήταν μακριά. Σίγουρα δεν ήταν σε κάποιο τμήμα. Ούτε θα ήταν εύκολο να τον κουβαλήσει κάποιος σέρνοντας τον καναπε για μεγάλη απόσταση. Άρα παρέμενε κάπου κοντά στο γραφείο.